ἀπερχομένους

ἀπερχομένους
ἀπέρχομαι
go away
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκλητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στη σύγκλητο ή έχει σχέση μ αυτήν: Η συγκλητική τάξη αποτελούσε την ανώτερη κοινωνική τάξη στην αρχαία Ρώμη. 2. ουσ., συγκλητικοί, οι αυτοί που ήταν μέλη της συγκλήτου: Ο Γάιος Γράκχος προσπάθησε να εμποδίσει τη σύγκλητο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”